-
1 ὕπτιος
ὕπτιος (von ὑπό, wie supinus von sub), zurückgebeugt, -gelehnt, rücklings, hintenüber; Hom. bes. vom Fallenden, πέσεν ὕπτιος, im Ggstz von πρηνής, Il. 11, 179. 24, 11; πάλος ἐξ ὑπτίου πήδησεν κράνους Aesch. Spt. 441; ὕπτιος μέσης ἀπήνης ἐκκυλίνδεται Soph. O. R. 811, vgl. Ant. 1173; u. vom umgestürzten Schiffe, ὑπτίοις σέλμασιν ναυτίλλεται 712; ὕπτιος ῥέγκει Ar. Equ. 104; auch ἀσπίς Ach. 558; ὕπτιος κεῖται Her. 4, 190; Ggstz ὀρϑός, 2, 38; κατεκλίϑη ὕπτιος Plat. Phaed. 117 e, u. öfter; ἐξ ὑπτίας νέων Rep. VII, 529 c, vgl. Phaedr. 264 a; – τὰ ὅπλα ὕπτια τιϑέναι πρὸς τὴν γῆν Pol. 3, 71, 4; ὕπτιον καταβαλών Luc. D. Mer. 3. – Am Körper sind ὕπτια μέρη die oberen Theile, z. B. der Rücken im Vergleich mit dem Bauche; ὑπτία χείρ Ar. Eccl. 781, der Rücken der Hand, im Ggstz gegen πρηνής, die flache Hand; übh. von Körpern im aufrechten Stande hinten, in horizontaler Lage oben. – Von andern Gegenständen, zurückgebeugt, schräg liegend; – vom Lande, flach, eben, Her. 2, 7 u. Sp., wie Appian. Mithr. 42 civ. 4, 2 Ael. H. A. 16, 15; von einem Flusse, βαϑὺς καὶ ὕπτιος ὤν, Strab. 8, 3,19; – übrtr., schlaff, bequem, sorglos, nachlässig, Sp., wie D. Hal.; – auch stolz zurückgebogen, übermüthig.
-
2 ὕπτιος
ὕπτιος (von ὑπό, wie supinus von sub), zurückgebeugt, -gelehnt, rücklings, hintenüber; bes. vom Fallenden; vom umgestürzten Schiffe. Am Körper sind ὕπτια μέρη die oberen Teile, z. B. der Rücken im Vergleich mit dem Bauche; ὑπτία χείρ, der Rücken der Hand, im Ggstz gegen πρηνής, die flache Hand; übh. von Körpern im aufrechten Stande hinten, in horizontaler Lage oben. Von anderen Gegenständen: zurückgebeugt, schräg liegend; vom Lande, flach, eben; von einem Flusse; übertr., schlaff, bequem, sorglos, nachlässig; auch: stolz zurückgebogen, übermütig
См. также в других словарях:
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… … Dictionary of Greek